- εκπυρώ
- (-όω) (AM ἐκπυρῶ)1. ανάβω, αναφλέγω2. θερμαίνω, υπερθερμαίνωμσν.θερμαίνω, παρακινώαρχ.1. εξαφανίζω τελείως, κατακαίω2. πυρπολώ3. (για χαλκό) πυρακτώνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκπύρῳ — ἔκπυρος burning hot masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεκπυρώ — όω, Α [ἐκπυρώ] 1. ανάβω, αναφλέγω επί πλέον 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω … Dictionary of Greek
συνεκπυρώ — όω, Α αναφλέγω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκπυρῶ «ανάβω, αναφλέγω»] … Dictionary of Greek